Ίσκια

Ίσκια
(Ischia). Νησί (46 τ. χλμ., 17.600 κάτ. το 1990) της Ιταλίας στην Τυρρηνική Θάλασσα, στον κόλπο της Νάπολης. Η Ί. είναι ηφαιστειογενούς προέλευσης και στην ηφαιστειακή δραστηριότητα οφείλονται οι συχνοί σεισμοί, η απελευθέρωση ατμών και η ύπαρξη χλωριονατριούχων θερμοπηγών με ιαματικές ιδιότητες. Το νησί είναι ορεινό με υψηλότερη κορυφή το Μόντε Επομέο (788 μ.), ηφαίστειο χωρίς πρόσφατη δραστηριότητα. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, αφού το έδαφος είναι πολύ εύφορο, την παραγωγή κρασιού και την αλιεία. Στο νησί λειτουργεί γεωθερμικός σταθμός παραγωγής ενέργειας. Η Ί., η οποία είναι γνωστή και ως Σμαραγδένιο Νησί, έχει σήμερα πολύ ανεπτυγμένο τουρισμό, ο οποίος οφείλεται τόσο στην ύπαρξη των ιαματικών πηγών όσο και στα καταπληκτικά τοπία της. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Πιθηκούσα από τους Έλληνες και Αιναρία κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Την αποίκισαν οι Χαλκιδείς και οι Ερετριείς (5ος αι. π.Χ.), οι οποίοι όμως γρήγορα την εγκατέλειψαν εξαιτίας των ηφαιστειακών εκρήξεων (η τελευταία από τις οποίες συνέβη το 1301 μ.Χ.). Ένας μεγάλος σεισμός συνέβη το 1883. Στην ομώνυμη πόλη, σημαντικότερο οικισμό του νησιού, υπάρχει μεσαιωνικό κάστρο, χτισμένο πάνω σε ερείπια του 5ου αι. Τμήμα του γραφικού λιμανιού στο ιταλικό νησί Ίσκια (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμπάνια — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • καμπανιά — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • Αιναρία — Αρχαία ονομασία ηφαιστειογενούς νησιού του Τυρρηνικού πελάγους. Το σημερινό του όνομα είναι Ίσκια. Κατά την παράδοση, ο Τύφων, κρυμμένος σε μια σπηλιά του όρους Επωμεύς, ξερνούσε κάθε τόσο φωτιά και καπνούς, καυτό νερό και πυρακτωμένες πέτρες, με …   Dictionary of Greek

  • Γαέτα — (Gaeta). Τοπωνύμια στην ακτή της Ιταλικής χερσονήσου, προς την πλευρά του Τυρρηνικού πελάγους. 1. Κόλπος που απλώνεται ΝΑ του ακρωτηρίου Τσιρτσέο (αρχ. Κιρκαίον) και φτάνει μέχρι το ακρωτήριο Μιζένο (Μισηνόν). Στον κόλπο αυτό εκβάλλουν πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα …   Dictionary of Greek

  • Πιθηκούσα — Αρχαιότατη ονομασία νησιού, στα παράλια της Καμπανίας με ομώνυμη πόλη. Αναφέρεται και Πιθηκούσσαι. Κατοικήθηκε από άποικους Ερετριείς και Χαλκιδείς αλλά εγκαταλείφθηκε εξαιτίας ισχυρών σεισμικών δονήσεων. Σήμερα το νησί αυτό ονομάζεται Ίσκια και… …   Dictionary of Greek

  • Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”